- φρυκτός
- -ή, -ό / φρυκτός, -ή, -όν, ΝΜΑ [φρύγω] ξεροψημένος, καβουρντισμένοςμσν.-αρχ.το θηλ. ως ουσ. ἡ φρυκτήείδος ρητίνηςαρχ.1. το αρσ. ως ουσ. ό φρυκτόςα) φλεγόμενος δαυλόςβ) (ειδικά) πυρσός για την μετάδοση σημάτων («ὡς ὁ φρυκτὸς ἀγγέλλων πρέπει», Αισχύλ.)γ) (ενν. κύαμος)i) κύαμος, κουκί για ψηφοφορίαii) συνεκδ. ψήφος («τῶν Θεσσαλῶν φρυκτοὺς περὶ βασιλέως πρὸς Θεὸν πεμπόντων», Πλούτ.)2. (το αρσ. ή το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ φρυκτοί και τὰ φρυκτάείδος μικρών ψαριών για τηγάνισμα.
Dictionary of Greek. 2013.